πρικύς

πρικύς
-ιά, -ιό και -ύ, Ν
(στον Ερωτόκρ.)
1. πικρός
2. μτφ. δυσάρεστος, λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός με μετάθεση τού -ρ- και κατάλ. -ύς κατά το αντίθετο γλυκύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”